Άσβεστη παραμένει στο πέρασμα του χρόνου η μνήμη των 6 εκατομμυρίων Εβραίων του Ολοκαυτώματος, η οποία τιμάται σήμερα με σειρά εκδηλώσεων που θα πραγματοποιηθούν στις 11.15 το πρωί στο μνημείο του Ολοκαυτώματος και στη συνέχεια στην αίθουσα του Τεχνικού Επιμελητηρίου από την Ισραηλιτική Κοινότητα Βόλου και την ΝΑΜ.
Οι γραπτές και προφορικές μαρτυρίες των επιζώντων μεταφέρουν ισχυρά μηνύματα στους μεταγενέστερους, υπενθυμίζοντας προς κάθε κατεύθυνση ότι είναι «κάθε πόλεμος έχει ολέθρια αποτελέσματα».
«Εύχομαι να μην δουν ποτέ πια πόλεμο τα παιδιά και τα εγγόνια μας» υπογραμμίζει στο σημείο αυτό ο 84χρονος συμπολίτης Ντίνος Μάτσας, ο οποίος είναι ο τελευταίος επιζών, σε τοπικό τουλάχιστον επίπεδο, από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Στο χέρι του παραμένει ανεξίτηλα χαραγμένος ο αριθμός Α15418 και στην ψυχή του οι εικόνες αγαπημένων ανθρώπων που χάθηκαν, προκαλώντας ανείπωτο πόνο και δάκρια.
Ο κ. Μάτσας, ο οποίος συνδέεται με συγγενικούς δεσμούς με την οικογένεια Σαμπεθάι, βίωσε σε ηλικία 17 ετών τα δραματικά γεγονότα που σημάδεψαν τον κόσμο, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «ζήσαμε μια αφάνταστη τραγωδία».
Ανακαλώντας μνήμες του παρελθόντος, ξαναζεί νοερά τα δραματικά γεγονότα που σημάδεψαν ανεξίτηλα την ζωή του, θυμάται με συγκίνηση την γενέτειρά του, την Κέρκυρα, την μητέρα και τα αδέλφια του, που δεν επέστρεψαν ποτέ. «Μας συνέλαβαν ως αγέλη προβάτων οι Γερμανοί και αφού μας συγκέντρωσαν στην πλατεία, μας οδήγησαν στο φρούριο της Κέρκυρας κι από κει στην Μανδρακίνα, όπου μας φόρτωσαν, κυριολεκτικά, σε καράβια, τα οποία μας μετέφεραν στην Λευκάδα και στην συνέχεια οδηγηθήκαμε με τρένο στις φυλακές Χαϊδαρίου, για να καταλήξουμε στο Αουσβιτς» αφηγείται ο κ. Μάτσας.
Οι δραματικές συνθήκες του πολυήμερου ταξιδιού περιγράφονται εύγλωττα στην φράση «στοιβαχτήκαμε στα τρένα σαν να ήμασταν ζώα, 90-100 άτομα σε κάθε βαγόνι και είχαμε στην διάθεσή μας μόνο ένα μικρό παραθυράκι, λίγα καρβέλια ψωμιού και λίγα κρεμμύδια για φαγητό, καθώς κι ένα δοχείο σε κάθε βαγόνι για την ανάγκη μας».
Τελικός προορισμός του δραματικού ταξιδιού ήταν το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Αουσβιτς «όπου βρίσκονταν ο περιβόητος Μέγκελε, ο οποίος μας έκανε διαλογή, δείχνοντας με το δάχτυλο άλλοτε δεξιά και άλλοτε αριστερά» θα πει ο κ. Μάτσας και προσθέτει ότι «ένα τυχαίο γεγονός και συγκεκριμένα ένα καρφί στο παπούτσι μου, που με εμπόδιζε να περπατήσω» τον απομάκρυνε από την πλευρά των μελλοθανάτων.
Οσοι έμειναν πίσω, γέροι, παιδιά, άρρωστοι «το ίδιο βράδυ τους έκαψαν όλους» θυμάται με δάκρυα στα μάτια ο κ. Μάτσας, συνεχίζοντας την αφήγησή του: «Δουλεύαμε σκληρά από τις 5 το πρωί μέχρι τις 5 το απόγευμα, είτε ξεφορτώνοντας πατάτες είτε κουβαλώντας πέτρες. Το φαγητό μας, συνεχίζει, ήταν ένα σκούρο υγρό που έμοιαζε με καφέ το πρωί και μια νερόβραστη σούπα το μεσημέρι. Κοιμόμασταν ανά πέντε στους κοιτώνες και είχαμε στη διάθεσή μας μια κουβέρτα για να σκεπαζόμαστε. Οι συνθήκες ήταν τόσο άθλιες, υπογραμμίζει, ώστε πολλοί αυτοκτονούσαν πέφτοντας πάνω στα ηλεκτροφόρα σύρματα».
Εικόνες φρίκης από το Αουσβιτς
Τόπος προσκυνήματος είναι σήμερα ο μαρτυρικός τόπος όπου χάθηκαν εκατομμύρια ψυχές. «Εβλεπα τα κρεματόρια που δούλευαν συνέχεια, μέρα-νύχτα, έβλεπα να βγαίνουν φλόγες από τις ψηλές καμινάδες και μυρωδιά από ψήσιμο. Που να ήξερα τότε, ότι έκαιγαν την μάνα μου, τους συγγενείς μου» αναφέρει με συγκίνηση ο κ. Μάτσας.
Ζωντανές παραμένουν στην μνήμη του οι εικόνες φρίκης «οι κρεμάλες, τα παιδιά που έριχναν ζωντανά μέσα σε μια μεγάλη τάφρο, αλλά και τους δύο συγκρατούμενους οι οποίοι αποπειράθηκαν να ξεφύγουν και όταν τους έπιασαν τους έγδαραν τα κεφάλια μπροστά στα μάτια μας» θυμάται ο ίδιος. Πολλοί πέθαναν από την πείνα, το κρύο και τις κακουχίες και «είναι θαύμα τό ότι με βρήκαν ζωντανό οι συμμαχικές δυνάμεις που μας απελευθέρωσαν» υπογραμμίζει ο τελευταίος επιζών.
Κάνοντας τον θλιβερό απολογισμό εκείνης της περιόδου αναφέρει με συντριβή «ελάχιστοι γυρίσαμε στην πατρίδα μας από τους 2.500 Κερκυραίους που συνελήφθησαν από τους Γερμανούς».
Εντονες είναι οι μνήμες του κ. Μάτσα από το στρατόπεδο του Γκντανσκ, τη Στουτγκάρδη, το πρωινό ξύπνημα «με κουβάδες κρύου νερού» το υπαίθριο κατάλυμα, την έλλειψη τροφής, την απελευθέρωση από τους Γάλλους, στις 7 Απριλίου του 45, την επιστροφή στην πατρίδα, την ορφάνια, την έλλειψη αγαπημένων ανθρώπων που δεν επέστρεψαν ποτέ, τον αγώνα επιβίωσης, τα αφάνταστα αποθέματα κουράγιου που επιστράτευσε για να ξεκινήσει από την αρχή.
Κοιτώντας το σημάδι στο χέρι του μονολογεί: «Δεν υπήρχαν ονόματα παρά μόνο αριθμοί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Κάθε φορά που θυμάμαι εκείνα τα γεγονότα κλαίω. Είδα προχθές μια φωτογραφία της αδελφής μου και στεναχωρέθηκα αφάνταστα» προσθέτει.
Ένα τεράστιο «γιατί» αναζητά ακόμη απάντηση εξήντα και πλέον χρόνια μετά, ενώ ως επωδός στην συγκινητική αφήγηση του κ. Μάτσα καταγράφεται η ευχή «να μην ζήσει ποτέ ξανά η ανθρωπότητα τα δεινά που περάσαμε, να μην επαναληφθεί ποτέ ξανά το ολοκαύτωμα που ήταν τραγικό για εκατομμύρια ανθρώπινες ψυχές».
Γλυκερία Υδραίου
Από την εφημερίδα Ταχυδρόμος
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου