Στο κλαρίνο του, η «ψυχή» της πολυβασανισμένης Ρωμιοσύνης
«Οποιος δεν άκουσε τον Χαλκιά να παίζει ηπειρώτικο μοιρολόι έχει μειωμένη αντίληψη για την αισθαντικότητα της Μουσικής», είχε πει κάποτε μεγάλος Ελληνας μουσικός του συμφωνικού χώρου, αναφερόμενος στον κορυφαίο λαϊκό δεξιοτέχνη Τάσο Χαλκιά. Σήμερα συμπληρώνονται δεκαεπτά χρόνια από το θάνατο του μεγάλου καλλιτέχνη (12/8/1992), που μέσα από πιασίματα και αναπνοές μοιράστηκε με το λαό μας κάθε λογής συναίσθημα.
«Ολη η ψυχή της πολυβασανισμένης Ρωμιοσύνης βρίσκεται στο κλαρίνο του», ανέφερε ο Μ. Θεοδωράκης, ενώ ο Γιάννης Ρίτσος έλεγε πως «στο κλαρίνο του Χαλκιά βογκάει, τινάζεται, χαμογελάει, χορεύει η Ελλάδα...».
Χαρακτηριστικά τα λόγια του Σουηδού φιλοσόφου και ιστορικού της λογοτεχνίας Μπενγκτ Χόλμκβιστ: «Ενιωσα με τη ζεστασιά της δύναμής του πως μονάχα έτσι δε θα πεθάνουμε, γιατί η μουσική η ερμηνευμένη από τον ασύγκριτο μαέστρο Τάσο Χαλκιά ποτέ δεν πεθαίνει».
Παιδί της ξακουστής ηπειρώτικης μουσικής οικογένειας των Χαλκιάδων (γεννήθηκε το 1914 στη Γρανιτσοπούλα της Ηπείρου), ο Τάσος Χαλκιάς είχε τα πρώτα του μουσικά ακούσματα σ' ένα σπίτι όπου πάντα ακουγόταν μουσική.
Τα πρώτα του βήματα στα πανηγύρια.
Το 1930 μαζί με τα αδέλφια του δημιουργεί το συγκρότημα «Τα μαύρα πουλιά».
Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος τον βρίσκει να υπηρετεί στο στρατό και του δίνει ένα μεγάλο χτύπημα: το '41 βομβαρδίζεται το χωριό του και σκοτώνεται η γυναίκα του και τα δύο παιδιά τους.
Το 1942 κατατάσσεται στον ΕΛΑΣ, στα Γιάννενα, στον εφεδρικό.
«Τους γλένταγα τους αντάρτες, αλλά τους έραβα και τα άρβυλα. Ημουν καλός και ως τσαγκάρης», έλεγε.
Ενα χρόνο αργότερα ξαναπαντρεύεται και κάνει τρία παιδιά.
Το 1951 επισκέπτεται για πρώτη φορά την «Κολούμπια» και αρχίζει τις ηχογραφήσεις. Ακολουθούν ταξίδια σε Κάιρο, Αλεξάνδρεια, Αμερική (παίζει ένα μοιρολόι για τις ανάγκες της ταινίας «Αντί» του Ρ. Σεραφιάν, ενώ ο βασιλιάς του σουίνγκ Μπένι Γκούντμαν υποκλίνεται στο ταλέντο του).
Επιστρέφει στην Ελλάδα, παίζει και γράφει τραγούδια, συνεργάζεται με γνωστούς συνθέτες, συμμετέχει σε παραστάσεις (Θέατρο Τέχνης, ΚΘΒΕ) και πολλά φεστιβάλ.
Η σημαντική προσφορά του γνώρισε την καταξίωση στο εξωτερικό και εσωτερικό και ήταν πολλοί αυτοί που τίμησαν τον μεγάλο δεξιοτέχνη. Μεγάλη απούσα η πολιτεία, που δεν του έδωσε τη σύνταξη που ζητούσε, επειδή «δεν συγκέντρωνε τα τυπικά προσόντα!!!».
Από το epirusgate
«Οποιος δεν άκουσε τον Χαλκιά να παίζει ηπειρώτικο μοιρολόι έχει μειωμένη αντίληψη για την αισθαντικότητα της Μουσικής», είχε πει κάποτε μεγάλος Ελληνας μουσικός του συμφωνικού χώρου, αναφερόμενος στον κορυφαίο λαϊκό δεξιοτέχνη Τάσο Χαλκιά. Σήμερα συμπληρώνονται δεκαεπτά χρόνια από το θάνατο του μεγάλου καλλιτέχνη (12/8/1992), που μέσα από πιασίματα και αναπνοές μοιράστηκε με το λαό μας κάθε λογής συναίσθημα.
«Ολη η ψυχή της πολυβασανισμένης Ρωμιοσύνης βρίσκεται στο κλαρίνο του», ανέφερε ο Μ. Θεοδωράκης, ενώ ο Γιάννης Ρίτσος έλεγε πως «στο κλαρίνο του Χαλκιά βογκάει, τινάζεται, χαμογελάει, χορεύει η Ελλάδα...».
Χαρακτηριστικά τα λόγια του Σουηδού φιλοσόφου και ιστορικού της λογοτεχνίας Μπενγκτ Χόλμκβιστ: «Ενιωσα με τη ζεστασιά της δύναμής του πως μονάχα έτσι δε θα πεθάνουμε, γιατί η μουσική η ερμηνευμένη από τον ασύγκριτο μαέστρο Τάσο Χαλκιά ποτέ δεν πεθαίνει».
Παιδί της ξακουστής ηπειρώτικης μουσικής οικογένειας των Χαλκιάδων (γεννήθηκε το 1914 στη Γρανιτσοπούλα της Ηπείρου), ο Τάσος Χαλκιάς είχε τα πρώτα του μουσικά ακούσματα σ' ένα σπίτι όπου πάντα ακουγόταν μουσική.
Τα πρώτα του βήματα στα πανηγύρια.
Το 1930 μαζί με τα αδέλφια του δημιουργεί το συγκρότημα «Τα μαύρα πουλιά».
Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος τον βρίσκει να υπηρετεί στο στρατό και του δίνει ένα μεγάλο χτύπημα: το '41 βομβαρδίζεται το χωριό του και σκοτώνεται η γυναίκα του και τα δύο παιδιά τους.
Το 1942 κατατάσσεται στον ΕΛΑΣ, στα Γιάννενα, στον εφεδρικό.
«Τους γλένταγα τους αντάρτες, αλλά τους έραβα και τα άρβυλα. Ημουν καλός και ως τσαγκάρης», έλεγε.
Ενα χρόνο αργότερα ξαναπαντρεύεται και κάνει τρία παιδιά.
Το 1951 επισκέπτεται για πρώτη φορά την «Κολούμπια» και αρχίζει τις ηχογραφήσεις. Ακολουθούν ταξίδια σε Κάιρο, Αλεξάνδρεια, Αμερική (παίζει ένα μοιρολόι για τις ανάγκες της ταινίας «Αντί» του Ρ. Σεραφιάν, ενώ ο βασιλιάς του σουίνγκ Μπένι Γκούντμαν υποκλίνεται στο ταλέντο του).
Επιστρέφει στην Ελλάδα, παίζει και γράφει τραγούδια, συνεργάζεται με γνωστούς συνθέτες, συμμετέχει σε παραστάσεις (Θέατρο Τέχνης, ΚΘΒΕ) και πολλά φεστιβάλ.
Η σημαντική προσφορά του γνώρισε την καταξίωση στο εξωτερικό και εσωτερικό και ήταν πολλοί αυτοί που τίμησαν τον μεγάλο δεξιοτέχνη. Μεγάλη απούσα η πολιτεία, που δεν του έδωσε τη σύνταξη που ζητούσε, επειδή «δεν συγκέντρωνε τα τυπικά προσόντα!!!».
Από το epirusgate
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου