Οι διαβάσεις και τα περάσματα της Δυτικής Θεσσαλίας είχαν μεγάλη σημασία, αναφέρει ο αρχαιολόγος, για την επικοινωνία και τις ανταλλαγές από τα πανάρχαια χρόνια και αρκετές πόλεις ιδρύθηκαν σε τέτοιες θέσεις.
Η ιστορία των αρχαίων πόλεων ανιχνεύεται μέσα από τις φιλολογικές πηγές, τις επιγραφικές μαρτυρίες και τα αρχαιολογικά ευρήματα, που ολοένα έρχονται στο φως και επιβεβαιώνουν θεωρίες ή αντίστοιχα καταρρίπτουν μύθους.
Στους ιστορικούς χρόνους, το δυτικό τμήμα της αρχαίας Θεσσαλίας διοικητικά είχε διαιρεθεί σε τέσσερα μεγάλα τμήματα, τις «τετράδες», ενώ στην περιφέρεια ήταν εγκαταστημένοι οι περίοικοι λαοί, οι Αθαμάνες και οι Δόλοπες στα δυτικά και στα νοτιοδυτικά.
Ορισμένες από τις ονομαστές πόλεις της Θεσσαλιώτιδος, περίπου στα όρια που καταλαμβάνει ο νομός Καρδίτσας, ήταν το Κιέριον που κατέλαβε τη θέση της ομηρικής Άρνης, το Θετώνιον ή Θητώνιον, η Όρθη, η Καλλίθηρα, το Μεθύλιον, το Φάκιον, το Αστέριον, η Πειρασία (Πειρεσία ή Πειρασιαί), ο (η) Φύλλος, οι Ίχναι ή Άχναι.
Από την περιοχή της αρχαίας Μητρόπολης και προς τα βόρεια που οριοθετούνταν η Εστιαιώτις, ως κύριες πόλεις αναφέρονται η Τρίκκη, οι Γόμφοι, η Πέλιννα, η Φαρκαδόνα, η Φαϋττός, ο Άτραγας και άλλες στην περίμετρο του νομού Τρικάλων, όπως το Αιγίνιον, η Φαλώρεια, η αρχαία πόλη στην Αγρελιά.
Από τα οδοιπορικά ακόμη των περιηγητών και ιστορικών των περασμένων ετών- προσθέτει ο κ. Χατζηαγγελάκης- είχαν γίνει διάφορες προτάσεις και ταυτίσεις αρχαίων πόλεων και οικισμών, αρκετές από τις οποίες επιβεβαιώθηκαν και επιγραφικά, κάποιες ταυτίστηκαν από τις νεότερες έρευνες, ενώ για άλλες το πρόβλημα της ταύτισης παραμένει.
ΑΚΟΛΟΥΘΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΠΗΝΕΙΟ
Έχοντας επίγνωση του ιστορικού φορτίου της περιοχής της Δυτικής Θεσσαλίας, θα επιχειρήσουμε μία μικρή περιήγηση, ακολουθώντας την ποτάμια οδό του Πηνειού ποταμού, με βασική σχεδία την ανθρωπιστική σπουδή στην Αρχαιολογία, με στόχο την παρουσίαση και την ανάδειξη ορισμένων αρχαίων πόλεων της δυτικής Θεσσαλίας.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τον προϊστάμενο της ΛΔ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, κ. Χατζηαγγελάκη η εικόνα για το νομό Καρδίτσας έχει ως εξής:
- Ιθώμη: Ακολουθώντας τον αρχαίο δρόμο στις υπώρειες των Αγράφων και την πορεία του από τους Γόμφους προς την αρχαία Μητρόπολη, συναντούμε τον αρχαιολογικό χώρο της Ιθώμης, στη θέση «Κάστρο», 1,5 χλμ. νοτιοανατολικά του χωριού Πύργος Ιθώμης.
Οι κάτοικοι της Ιθώμης μετείχαν στην τρωική εκστρατεία μαζί με τις άλλες δύο πόλεις της «Εστιαιώτιδας», την Τρίκκη και την Οιχαλία, (Ιλιάδα Β, 729). Έλαβε το όνομά της από την ομώνυμη νύμφη, η οποία σύμφωνα με την παράδοση ανάθρεψε το Δία μαζί με τη νύμφη Νέδα.
Λείψανα της ύστερης εποχής του χαλκού δεν έχουν αποκαλυφθεί ακόμη στην περιοχή της «κλωμακόεσσας»- κατά τον Όμηρο, Ιθώμης. Αντίθετα, έχουν διασωθεί λείψανα του τείχους της κλασικής - ελληνιστικής εποχής. Μέσα στον τειχισμένο χώρο υπάρχουν λείψανα οικοδομημάτων και θραύσματα αγγείων. Στην ακρόπολη της αρχαίας πόλης διατηρείται σε αρκετά καλή κατάσταση αυτόνομος πύργος, κατασκευασμένος κατά το ισοδομικό σύστημα από πλίνθους ντόπιου ασβεστόλιθου.
Κατά τις μαρτυρίες των φιλολογικών πηγών (Στράβωνας Θ, 5, 17), αλλά και των αρχαιολογικών τεκμηρίων, όπως τμήμα ενεπίγραφης στήλης της ελληνιστικής εποχής από το ιερό της Φίλιας, στην οποία αναγράφεται η «εγκατάσταση κοινών φυλακίων», η Ιθώμη συνοικίστηκε πρώτα με τους Γόμφους και ύστερα με τη Μητρόπολη, στα τέλη του 3ου και τις αρχές του 2ου αι. π.Χ.
Επίσης, σε τμήμα ενεπίγραφης στήλης από την αρχαία Μητρόπολη γίνεται αναφορά σε συνθήκη συμπολιτείας ανάμεσα στη Μητρόπολη και την Ιθώμη, με το όνομα Θώνη.
Μερικοί περιηγητές και ιστορικοί τοποθετούν την αρχαία Ιθώμη στο χώρο του Κάστρου Φαναριού. Πάντως, το πρόβλημα της ταύτισης της αρχαίας πόλης παραμένει ανοικτό, μέχρι να εντοπιστεί επιγραφική μαρτυρία.
- Μητρόπολη: Η αρχαία Μητρόπολη, μία εξίσου σημαντική πόλη της Εστιαιώτιδας, βρισκόταν στους πρόποδες των Αγράφων, στη θέση της σημερινής ομώνυμης κωμόπολης με παλαιότερη ονομασία «Παλιόκαστρο», σε απόσταση 9 χλμ. δυτικά της Καρδίτσας.
Την ταύτισή της οφείλουμε στην επιγραφή «ΠΟΛΙΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΩΝ», σε γωνιόλιθο μιας παλιάς οικίας. Δημιουργήθηκε στις αρχές του 4ου αι. π.Χ. από το συνοικισμό τριών μικρών οικισμών της περιοχής. Τη μεγαλύτερη ανάπτυξη γνώρισε κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή. Η πόλη έκοψε νομίσματα στις αρχές του 4ου αι. π. Χ. Τον 3° αι. π.Χ. συνεχίζονται οι αργυρές και χάλκινες νομισματικές κοπές. Τα νομίσματα της πόλης στην πίσω όψη τους μαζί με τις παραστάσεις φέρουν και επιγραφές, όπως ΜΗΤΡΟ, ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΩΝ ή ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΤΩΝ.
Κατά τη διάρκεια σωστικών ανασκαφικών εργασιών τις τελευταίες δεκαετίες έχουν αποκαλυφθεί πολλά αρχαιολογικά στοιχεία. Τμήματα της αμυντικής οχύρωσης της των κλασικών χρόνων έχουν ανασκαφεί σε οικόπεδα και αγρούς της σύγχρονης κωμόπολης.
Σ' ένα πλάτωμα περίπου 2 χλμ. δυτικά του σύγχρονου οικισμού της Μητρόπολης βρίσκεται ο αρχαϊκός ναός του Απόλλωνα στη θέση «Λιανοκόκαλα».
Οι ανασκαφές έφεραν στο φως έναν εκατόμπεδο, περίπτερο, δωρικό ναό με εσωτερική κιονοστοιχία και διαστάσεις 31,00 Χ 13,75 μ. Ο ναός διέθετε πέντε (5) δωρικού ρυθμού κίονες στις στενές πλευρές και έντεκα (11) στις μακρές. Ήταν αφιερωμένος στο θεό Απόλλωνα, σύμφωνα με ενεπίγραφη αναθηματική στήλη που βρέθηκε μέσα στο σηκό. Χρονολογείται λίγο πριν τα μέσα του 6ου αι π. Χ., ενώ καταστράφηκε από πυρκαγιά το 2ο αι. π. Χ.
Επίσης, ένα σημαντικό μνημείο του νομού Καρδίτσας, ο μυκηναϊκός θολωτός τάφος του Γεωργικού, βρίσκεται στη χώρα της αρχαίας Μητρόπολης.
- Αργιθέα: Ο αρχαιολογικός χώρος της Αργιθέας βρίσκεται στη θέση «Ελληνικά», 2 χλμ. νοτιοανατολικά του σημερινού χωριού, στην πορεία της πιο σύντομης οδού, που συνέδεε την αρχαία Αμβρακία -σημερινή Άρτα- με τους αρχαίους Γόμφους -σημερινό Μουζάκι. Αυτή χρησιμοποίησαν και οι Ρωμαίοι για την είσοδό τους στη θεσσαλική πεδιάδα κατά το δεύτερο μακεδονικό πόλεμο, το 198 π.Χ. Η θέση ταυτίζεται από πολλούς ερευνητές με την πρωτεύουσα των Αθαμάνων Αργιθέα ή Αργεθία (W. Leake, Ν. Γεωργιάδης, F. Stahlin).
Η αρχαία πόλη ήταν ιδρυμένη στη μεσημβρινή απότομη πλαγιά που ορίζεται από το ρέμα Πλατανιάς στα νοτιοανατολικά. Ορατά είναι τα ερείπια της πόλης κατά μήκος του σημερινού δρόμου Μουζακίου - Άρτας, όπως μεγάλοι αναλημματικοί τοίχοι και τοίχοι οικοδομημάτων, που είναι κατασκευασμένοι από ντόπιους πελεκημένους λίθους.
Ανατολικά της πόλης έχει αποκαλυφθεί σημαντικό τμήμα του νεκροταφείου της. Ένα ακόμη νεκροταφείο της αρχαίας πόλης έχει ερευνηθεί εν μέρει στη δυτική πλευρά, στο «Μουτσιάρα». Ερευνήθηκαν περισσότεροι από 230 κιβωτιόσχημοι τάφοι, κατασκευασμένοι στη χαλικώδη επίχωση ή στο λαξευμένο βράχο από ντόπιες πλακαρές πέτρες. Στο ανατολικό όριο του αρχαίου νεκροταφείου αποκαλύφθηκε ένα αξιόλογο ταφικό μνημείο, το οποίο σώζεται σε ύψος 2.30 μ., έχει ορθογώνια κάτοψη και είναι κτισμένο στο λαξευμένο φυσικό βράχο. Στα νεκροταφεία της Αργιθέας επικρατούσε το έθιμο του ενταφιασμού του νεκρού σε ύπτια δέση, με το κεφάλι στα δυτικά. Τα κτερίσματα των τάφων ήταν πήλινα, γυάλινα και μεταλλικά αγγεία, λυχνάρια, μαχαίρια, αιχμές δοράτων, διάφορα κοσμήματα, αργυρά και χάλκινα νομίσματα. Η χρήση του νεκροταφείου της αρχαίας πόλης ορίζεται από τον 4ο ως τον 1ο αι. π.Χ.
- Κιέριον: Ο κηρυγμένος αρχαιολογικός χώρος του Κιερίου, της σημαντικότερης πόλης της αρχαίας τετράδας «Θεσσαλιώτιδος», βρίσκεται μέσα στην πεδιάδα, σε απόσταση 13 χλμ. ανατολικά της Καρδίτσας και 3 χλμ. βορειοδυτικά των Σοφάδων, στο χωριό Πύργος Κιερίου. Ιδρύθηκε στα ιστορικά χρόνια, στη θέση της ομηρικής «Άρνης». Για την περιοχή γίνονται αναφορές από αρχαίους συγγραφείς (Ησίοδο, Θουκυδίδη, Στρά6ωνα, Τίτο Λίβιο, Στέφανο Βυζάντιο) και περιηγητές του 19ου αι. Αναφέρεται από τους αρχαίους συγγραφείς ως Κιάριον, Κίερον ή Πιέριον.
Το Κιέριον έλεγχε τις διαβάσεις προς κάθε κατεύθυνση διά μέσου της πεδιάδας, γεγονός που καθιστούσε την πόλη ισχυρή. Κατά την κλασική εποχή αναπτύχθηκε οικονομικά και διέθετε όλα τα χαρακτηριστικά της πόλης - κράτους. Στο πρώτο μισό του 4ου αι. π.Χ. χαρακτηρίζεται πρωτεύουσα της Θεσσαλιώτιδας και κόβονται τα πρώτα αργυρά και χάλκινα νομίσματα με την επιγραφή ΚΙΕΡΙΕΩΝ. Στις παραστάσεις των νομισμάτων εικονίζονται ο Δίας με αετό στο αριστερό του χέρι, η Άρνη να παίζει αστραγάλους, κεφαλή του Ποσειδώνα ή του Απόλλωνα, ίππος που καλπάζει ή ο θεός Ασκληπιός καθισμένος σε βράχο και μπροστά του φίδι που ελίσσεται.
Η λατρεία του Ασκληπιού επαληθεύτηκε από την εύρεση ιερού αφιερωμένου σ' αυτόν στη χώρα του Κιερίου, στη δέση «Παλιόκαστρα» της κτηματικής περιφέρειας των Αγίων Θεοδώρων, επάνω στην πορεία αρχαίου δρόμου που συνέδεε το Κιέριο με το αρχαίο Μεθύλιο. Το ιερό χρονολογείται στον 4ο με 3ο αι. π.Χ.
Αναφορά γίνεται ακόμα και για άλλες πόλεις, όπως Πειρασιαί, Μεθύλιον, Παλαμάς, Βλοχός, Πέτρινος και Συκεώνα.
Από ASTRATV
Η ιστορία των αρχαίων πόλεων ανιχνεύεται μέσα από τις φιλολογικές πηγές, τις επιγραφικές μαρτυρίες και τα αρχαιολογικά ευρήματα, που ολοένα έρχονται στο φως και επιβεβαιώνουν θεωρίες ή αντίστοιχα καταρρίπτουν μύθους.
Στους ιστορικούς χρόνους, το δυτικό τμήμα της αρχαίας Θεσσαλίας διοικητικά είχε διαιρεθεί σε τέσσερα μεγάλα τμήματα, τις «τετράδες», ενώ στην περιφέρεια ήταν εγκαταστημένοι οι περίοικοι λαοί, οι Αθαμάνες και οι Δόλοπες στα δυτικά και στα νοτιοδυτικά.
Ορισμένες από τις ονομαστές πόλεις της Θεσσαλιώτιδος, περίπου στα όρια που καταλαμβάνει ο νομός Καρδίτσας, ήταν το Κιέριον που κατέλαβε τη θέση της ομηρικής Άρνης, το Θετώνιον ή Θητώνιον, η Όρθη, η Καλλίθηρα, το Μεθύλιον, το Φάκιον, το Αστέριον, η Πειρασία (Πειρεσία ή Πειρασιαί), ο (η) Φύλλος, οι Ίχναι ή Άχναι.
Από την περιοχή της αρχαίας Μητρόπολης και προς τα βόρεια που οριοθετούνταν η Εστιαιώτις, ως κύριες πόλεις αναφέρονται η Τρίκκη, οι Γόμφοι, η Πέλιννα, η Φαρκαδόνα, η Φαϋττός, ο Άτραγας και άλλες στην περίμετρο του νομού Τρικάλων, όπως το Αιγίνιον, η Φαλώρεια, η αρχαία πόλη στην Αγρελιά.
Από τα οδοιπορικά ακόμη των περιηγητών και ιστορικών των περασμένων ετών- προσθέτει ο κ. Χατζηαγγελάκης- είχαν γίνει διάφορες προτάσεις και ταυτίσεις αρχαίων πόλεων και οικισμών, αρκετές από τις οποίες επιβεβαιώθηκαν και επιγραφικά, κάποιες ταυτίστηκαν από τις νεότερες έρευνες, ενώ για άλλες το πρόβλημα της ταύτισης παραμένει.
ΑΚΟΛΟΥΘΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΠΗΝΕΙΟ
Έχοντας επίγνωση του ιστορικού φορτίου της περιοχής της Δυτικής Θεσσαλίας, θα επιχειρήσουμε μία μικρή περιήγηση, ακολουθώντας την ποτάμια οδό του Πηνειού ποταμού, με βασική σχεδία την ανθρωπιστική σπουδή στην Αρχαιολογία, με στόχο την παρουσίαση και την ανάδειξη ορισμένων αρχαίων πόλεων της δυτικής Θεσσαλίας.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τον προϊστάμενο της ΛΔ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, κ. Χατζηαγγελάκη η εικόνα για το νομό Καρδίτσας έχει ως εξής:
- Ιθώμη: Ακολουθώντας τον αρχαίο δρόμο στις υπώρειες των Αγράφων και την πορεία του από τους Γόμφους προς την αρχαία Μητρόπολη, συναντούμε τον αρχαιολογικό χώρο της Ιθώμης, στη θέση «Κάστρο», 1,5 χλμ. νοτιοανατολικά του χωριού Πύργος Ιθώμης.
Οι κάτοικοι της Ιθώμης μετείχαν στην τρωική εκστρατεία μαζί με τις άλλες δύο πόλεις της «Εστιαιώτιδας», την Τρίκκη και την Οιχαλία, (Ιλιάδα Β, 729). Έλαβε το όνομά της από την ομώνυμη νύμφη, η οποία σύμφωνα με την παράδοση ανάθρεψε το Δία μαζί με τη νύμφη Νέδα.
Λείψανα της ύστερης εποχής του χαλκού δεν έχουν αποκαλυφθεί ακόμη στην περιοχή της «κλωμακόεσσας»- κατά τον Όμηρο, Ιθώμης. Αντίθετα, έχουν διασωθεί λείψανα του τείχους της κλασικής - ελληνιστικής εποχής. Μέσα στον τειχισμένο χώρο υπάρχουν λείψανα οικοδομημάτων και θραύσματα αγγείων. Στην ακρόπολη της αρχαίας πόλης διατηρείται σε αρκετά καλή κατάσταση αυτόνομος πύργος, κατασκευασμένος κατά το ισοδομικό σύστημα από πλίνθους ντόπιου ασβεστόλιθου.
Κατά τις μαρτυρίες των φιλολογικών πηγών (Στράβωνας Θ, 5, 17), αλλά και των αρχαιολογικών τεκμηρίων, όπως τμήμα ενεπίγραφης στήλης της ελληνιστικής εποχής από το ιερό της Φίλιας, στην οποία αναγράφεται η «εγκατάσταση κοινών φυλακίων», η Ιθώμη συνοικίστηκε πρώτα με τους Γόμφους και ύστερα με τη Μητρόπολη, στα τέλη του 3ου και τις αρχές του 2ου αι. π.Χ.
Επίσης, σε τμήμα ενεπίγραφης στήλης από την αρχαία Μητρόπολη γίνεται αναφορά σε συνθήκη συμπολιτείας ανάμεσα στη Μητρόπολη και την Ιθώμη, με το όνομα Θώνη.
Μερικοί περιηγητές και ιστορικοί τοποθετούν την αρχαία Ιθώμη στο χώρο του Κάστρου Φαναριού. Πάντως, το πρόβλημα της ταύτισης της αρχαίας πόλης παραμένει ανοικτό, μέχρι να εντοπιστεί επιγραφική μαρτυρία.
- Μητρόπολη: Η αρχαία Μητρόπολη, μία εξίσου σημαντική πόλη της Εστιαιώτιδας, βρισκόταν στους πρόποδες των Αγράφων, στη θέση της σημερινής ομώνυμης κωμόπολης με παλαιότερη ονομασία «Παλιόκαστρο», σε απόσταση 9 χλμ. δυτικά της Καρδίτσας.
Την ταύτισή της οφείλουμε στην επιγραφή «ΠΟΛΙΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΩΝ», σε γωνιόλιθο μιας παλιάς οικίας. Δημιουργήθηκε στις αρχές του 4ου αι. π.Χ. από το συνοικισμό τριών μικρών οικισμών της περιοχής. Τη μεγαλύτερη ανάπτυξη γνώρισε κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή. Η πόλη έκοψε νομίσματα στις αρχές του 4ου αι. π. Χ. Τον 3° αι. π.Χ. συνεχίζονται οι αργυρές και χάλκινες νομισματικές κοπές. Τα νομίσματα της πόλης στην πίσω όψη τους μαζί με τις παραστάσεις φέρουν και επιγραφές, όπως ΜΗΤΡΟ, ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΩΝ ή ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΤΩΝ.
Κατά τη διάρκεια σωστικών ανασκαφικών εργασιών τις τελευταίες δεκαετίες έχουν αποκαλυφθεί πολλά αρχαιολογικά στοιχεία. Τμήματα της αμυντικής οχύρωσης της των κλασικών χρόνων έχουν ανασκαφεί σε οικόπεδα και αγρούς της σύγχρονης κωμόπολης.
Σ' ένα πλάτωμα περίπου 2 χλμ. δυτικά του σύγχρονου οικισμού της Μητρόπολης βρίσκεται ο αρχαϊκός ναός του Απόλλωνα στη θέση «Λιανοκόκαλα».
Οι ανασκαφές έφεραν στο φως έναν εκατόμπεδο, περίπτερο, δωρικό ναό με εσωτερική κιονοστοιχία και διαστάσεις 31,00 Χ 13,75 μ. Ο ναός διέθετε πέντε (5) δωρικού ρυθμού κίονες στις στενές πλευρές και έντεκα (11) στις μακρές. Ήταν αφιερωμένος στο θεό Απόλλωνα, σύμφωνα με ενεπίγραφη αναθηματική στήλη που βρέθηκε μέσα στο σηκό. Χρονολογείται λίγο πριν τα μέσα του 6ου αι π. Χ., ενώ καταστράφηκε από πυρκαγιά το 2ο αι. π. Χ.
Επίσης, ένα σημαντικό μνημείο του νομού Καρδίτσας, ο μυκηναϊκός θολωτός τάφος του Γεωργικού, βρίσκεται στη χώρα της αρχαίας Μητρόπολης.
- Αργιθέα: Ο αρχαιολογικός χώρος της Αργιθέας βρίσκεται στη θέση «Ελληνικά», 2 χλμ. νοτιοανατολικά του σημερινού χωριού, στην πορεία της πιο σύντομης οδού, που συνέδεε την αρχαία Αμβρακία -σημερινή Άρτα- με τους αρχαίους Γόμφους -σημερινό Μουζάκι. Αυτή χρησιμοποίησαν και οι Ρωμαίοι για την είσοδό τους στη θεσσαλική πεδιάδα κατά το δεύτερο μακεδονικό πόλεμο, το 198 π.Χ. Η θέση ταυτίζεται από πολλούς ερευνητές με την πρωτεύουσα των Αθαμάνων Αργιθέα ή Αργεθία (W. Leake, Ν. Γεωργιάδης, F. Stahlin).
Η αρχαία πόλη ήταν ιδρυμένη στη μεσημβρινή απότομη πλαγιά που ορίζεται από το ρέμα Πλατανιάς στα νοτιοανατολικά. Ορατά είναι τα ερείπια της πόλης κατά μήκος του σημερινού δρόμου Μουζακίου - Άρτας, όπως μεγάλοι αναλημματικοί τοίχοι και τοίχοι οικοδομημάτων, που είναι κατασκευασμένοι από ντόπιους πελεκημένους λίθους.
Ανατολικά της πόλης έχει αποκαλυφθεί σημαντικό τμήμα του νεκροταφείου της. Ένα ακόμη νεκροταφείο της αρχαίας πόλης έχει ερευνηθεί εν μέρει στη δυτική πλευρά, στο «Μουτσιάρα». Ερευνήθηκαν περισσότεροι από 230 κιβωτιόσχημοι τάφοι, κατασκευασμένοι στη χαλικώδη επίχωση ή στο λαξευμένο βράχο από ντόπιες πλακαρές πέτρες. Στο ανατολικό όριο του αρχαίου νεκροταφείου αποκαλύφθηκε ένα αξιόλογο ταφικό μνημείο, το οποίο σώζεται σε ύψος 2.30 μ., έχει ορθογώνια κάτοψη και είναι κτισμένο στο λαξευμένο φυσικό βράχο. Στα νεκροταφεία της Αργιθέας επικρατούσε το έθιμο του ενταφιασμού του νεκρού σε ύπτια δέση, με το κεφάλι στα δυτικά. Τα κτερίσματα των τάφων ήταν πήλινα, γυάλινα και μεταλλικά αγγεία, λυχνάρια, μαχαίρια, αιχμές δοράτων, διάφορα κοσμήματα, αργυρά και χάλκινα νομίσματα. Η χρήση του νεκροταφείου της αρχαίας πόλης ορίζεται από τον 4ο ως τον 1ο αι. π.Χ.
- Κιέριον: Ο κηρυγμένος αρχαιολογικός χώρος του Κιερίου, της σημαντικότερης πόλης της αρχαίας τετράδας «Θεσσαλιώτιδος», βρίσκεται μέσα στην πεδιάδα, σε απόσταση 13 χλμ. ανατολικά της Καρδίτσας και 3 χλμ. βορειοδυτικά των Σοφάδων, στο χωριό Πύργος Κιερίου. Ιδρύθηκε στα ιστορικά χρόνια, στη θέση της ομηρικής «Άρνης». Για την περιοχή γίνονται αναφορές από αρχαίους συγγραφείς (Ησίοδο, Θουκυδίδη, Στρά6ωνα, Τίτο Λίβιο, Στέφανο Βυζάντιο) και περιηγητές του 19ου αι. Αναφέρεται από τους αρχαίους συγγραφείς ως Κιάριον, Κίερον ή Πιέριον.
Το Κιέριον έλεγχε τις διαβάσεις προς κάθε κατεύθυνση διά μέσου της πεδιάδας, γεγονός που καθιστούσε την πόλη ισχυρή. Κατά την κλασική εποχή αναπτύχθηκε οικονομικά και διέθετε όλα τα χαρακτηριστικά της πόλης - κράτους. Στο πρώτο μισό του 4ου αι. π.Χ. χαρακτηρίζεται πρωτεύουσα της Θεσσαλιώτιδας και κόβονται τα πρώτα αργυρά και χάλκινα νομίσματα με την επιγραφή ΚΙΕΡΙΕΩΝ. Στις παραστάσεις των νομισμάτων εικονίζονται ο Δίας με αετό στο αριστερό του χέρι, η Άρνη να παίζει αστραγάλους, κεφαλή του Ποσειδώνα ή του Απόλλωνα, ίππος που καλπάζει ή ο θεός Ασκληπιός καθισμένος σε βράχο και μπροστά του φίδι που ελίσσεται.
Η λατρεία του Ασκληπιού επαληθεύτηκε από την εύρεση ιερού αφιερωμένου σ' αυτόν στη χώρα του Κιερίου, στη δέση «Παλιόκαστρα» της κτηματικής περιφέρειας των Αγίων Θεοδώρων, επάνω στην πορεία αρχαίου δρόμου που συνέδεε το Κιέριο με το αρχαίο Μεθύλιο. Το ιερό χρονολογείται στον 4ο με 3ο αι. π.Χ.
Αναφορά γίνεται ακόμα και για άλλες πόλεις, όπως Πειρασιαί, Μεθύλιον, Παλαμάς, Βλοχός, Πέτρινος και Συκεώνα.
Από ASTRATV
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου