Μνήμες μιας περιόδου που σφράγισε ανεξίτηλα την ιστορία της νεότερης Ελλάδας, στιγμιότυπα πολέμου και ηρωικής αντίστασης, συνθέτουν την συγκινητική αφήγηση όσων βίωσαν τον πόλεμο του ’40, καθώς και τα εξίσου δραματικά γεγονότα που ακολούθησαν.
Η σημερινή επέτειος έχει καταγραφεί με έντονα συναισθήματα στη μνήμη ανθρώπων που βρέθηκαν αντιμέτωποι με τον κίνδυνο, βιώνοντας την οδύνη της απώλειας αγαπημένων ανθρώπων, όπως ο 90χρονος Χρήστος Σουλιώτης, ο οποίος καταθέτει στον «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ» τα βιώματα της ζωής του.
Ανατρέχοντας στις μνήμες εκείνης της περιόδου, με αφορμή την σημερινή επέτειο, ο κ. Σουλιώτης θυμάται: «Ημουν 20 χρονών όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος και ζούσα με την οικογένειά μου σε ένα ακριτικό χωριό κοντά στα Ελληνοαλβανικά σύνορα, στη Δαμασκηνιά Κοζάνης. Το νέο μαθεύτηκε αμέσως σε όλη την Ελλάδα, από στόμα σε στόμα, χωρίς ωστόσο να προκαλέσει έκπληξη, γιατί ήταν αναμενόμενο με βάση τα γεγονότα που είχαν προηγηθεί». Μία μέρα μετά «βρισκόμουν στο χωράφι και καθώς όργωνα, συνεχίζει ο ίδιος, βλέπω να περνάει σμήνος ιταλικών αεροπλάνων, τα οποία βομβάρδισαν λίγο αργότερα το χωριό μου, χωρίς ευτυχώς να υπάρξουν θύματα, παρά μόνο τραυματισμοί από τα σπασμένα τζάμια».
Οι κάτοικοι του χωριού ζούσαν κάνοντας αγροτικές κυρίως εργασίες, αλλά ήρθαν πολλές φορές αντιμέτωποι με τον κίνδυνο λόγω των επεκτατικών βλέψεων του εχθρού. Ο μεγαλύτερος αδελφός του κ. Σουλιώτη, Δημήτρης, πολέμησε στην πρώτη γραμμή του Αλβανικού μετώπου, ενώ «ντύθηκα κι εγώ λίγο αργότερα στο χακί, καθώς επιστρατεύθηκα στις 6 Απριλίου ως κληρωτός και πήγα να παρουσιαστώ στο Αργος Κορινθίας, όταν ήμουν 21 ετών» θυμάται ο κ. Σουλιώτης.
Πολλά γεγονότα έχουν καταγραφεί στη μνήμη του, όπως μια χαρακτηριστική σκηνή που ζωντανεύει καρέ-καρέ μέσω της αφήγησης του βετεράνου πολεμιστή.
«Μια μέρα, θυμάται ο κ. Χρήστος, ήρθε στο χωριό μας μια διμοιρία Ιταλών και ο επικεφαλής διέταξε όλους τους άνδρες να συγκεντρωθούμε στο σχολείο. Συγκεντρωθήκαμε, θυμάμαι, γύρω στους εκατό άνδρες και μας διέταξαν όσοι έχουν όπλα να τα παραδώσουν στους Ιταλούς. Εμένα με κράτησαν στο μεταξύ όμηρο, προσθέτει, και επειδή οι συγχωριανοί μου δεν μαρτυρούσαν πού υπήρχαν κρυμμένα όπλα, άρχισαν να χτυπούν τους συγκεντρωμένους, χωρίς ευτυχώς να σκοτώσουν κανένα».
Οι μνήμες εκείνης της περιόδου είναι έντονες και αποτυπώνονται στη φράση «ο κόσμος ζούσε με το μεροκάματο, οι άνδρες του χωριού είχαν φύγει να πολεμήσουν στο μέτωπο και οι γυναίκες δούλευαν στα χωράφια και στα σπίτια, πλέκοντας κάλτσες και φανέλες για τους στρατιώτες».
Η οικογένεια θρήνησε πολλούς νεκρούς, καθώς «ο μεγάλος μου αδελφός σκοτώθηκε στην Μικρασία και τρία ξαδέλφια μου έχασαν την ζωή τους στον πόλεμο του ’40» θα πει χαρακτηριστικά ο κ. Σουλιώτης, προσθέτοντας πως «όλοι περιμέναμε με αγωνία τα γράμματα από το μέτωπο».
Ο ομιλών ντύθηκε όπως προαναφέρθηκε στο χακί, βίωσε αργότερα τα δεινά του εμφυλίου, πολέμησε με τον ΕΛΑΣ κι ομολογεί: «Οσα πέρασα στη διάρκεια του πολέμου αλλά και αργότερα στον εμφύλιο, όπου τραυματίσθηκα, όσα περάσαμε όλοι μας, εύχομαι να μην τα ζήσουν ποτέ οι νεότεροι».
Σήμερα αφηγείται τα γεγονότα εκείνης της περιόδου στα παιδιά, τα εγγόνια και τα δισέγγονά του, έχοντας την πεποίθηση ότι «ο πόλεμος είναι καταστροφικός, γιατί προκαλεί δεινά, πόνο και θάνατο». Τα τελευταία 28 χρόνια ζει στο Βόλο μετά τον επαναπατρισμό του από την Τασκένδη και δηλώνει «ευχαριστημένος από τη σημερινή Ελλάδα», αλλά εύχεται από καρδιάς «να μην γίνεται πόλεμος και να μην σκοτώνονται οι άνθρωποι, αλλά να λύνουν με διάλογο και ειρηνικό τρόπο τις διαφορές τους».
Γλυκερία Υδραίου
Από την εφημερίδα Ταχυδρόμος
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου