Στο επίκεντρο βρέθηκε πρόσφατα το ζήτημα της εκκλησιαστικής περιουσίας με αφορμή τις εξαγγελίες της νέας κυβέρνησης περί φορολογίας. Το συγκεκριμένο θέμα έχει τεθεί πλείστες όσες φορές επί τάπητος, ενώ με δήλωσή του από το Βόλο, όπου βρέθηκε πρόσφατα, ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. κ Ιερώνυμος, ερωτηθείς σχετικά, ανέφερε ότι «η εκκλησιαστική περιουσία ήδη φορολογείται». Επικεντρώνοντας το πεδίο αναφοράς, με αφορμή τα παραπάνω, στα της Μητρόπολης Δημητριάδος, οι απαντήσεις στα ερωτήματα που προκύπτουν, δίνονται με σαφήνεια από τον νομικό σύμβουλο της Μητροπόλεως κ. Μιχάλη Βασιλικό, ο οποίος μετέχει επίσης στην δεκαμελή επιτροπή αξιοποίησης και προστασίας της περιουσίας της τοπικής Εκκλησίας. «Η εκκλησιαστική περιουσία διαχρονικά, είτε ως φόρος εισοδήματος είτε ως φόρος στο παγκάρι, είτε ως φόρος εισοδήματος από ακίνητα και κινητές αξίες είτε ως ΕΤΑΚ, κατά οποιονδήποτε τρόπο εφορολογείτο» επισημαίνει ο κ. Βασιλικός. Αναλύοντας τα της «διαχρονικής φορολογίας», ο δικηγόρος της Μητροπόλεως, επισημαίνει ότι «έως το 1997 φορολογούνταν με συντελεστή 35% τα έσοδα των ενοριακών ναών. Το 1997 η τότε κυβέρνηση, με νόμο που κατήργησε τις φοροαπαλλαγές, επέβαλε φόρο και στο εισόδημα από τα ενοίκια και τις κινητές αξίες».
«Το παράδοξο είναι, σημειώνει ο κ. Βασιλικός, ότι ενώ όλοι εφορολογούντο με την κλασική φορολογία στην κλίμακα για τα φυσικά πρόσωπα, ξαφνικά οι Ενοριακοί Ναοί άρχισαν να φορολογούνται με συντελεστή 35% στα έσοδα που είχαν από το παγκάρι, με 10% στο εισόδημα που είχαν από ενοίκια και κινητές αξίες και σε αυτό επροστίθετο το χαρτόσημο συν ο συμπληρωματικός φόρος, επί των ενοικίων που ήταν 3% και φθάναμε σε ένα επίπεδο περίπου 50% φορολόγησης των εσόδων της Εκκλησίας. Στη συνέχεια καταργήθηκε η φορολόγηση του 35% στο εισόδημα από το παγκάρι και παρέμεινε ο φόρος επί των ενοικίων και των εισοδημάτων από κινητές αξίες. Η προηγούμενη κυβέρνηση, μετά την εκλογή της, κατήργησε κλιμακωτά και το φόρο στο εισόδημα από τα ακίνητα. Από πέρυσι όμως, αναφέρει ο κ. Βασιλικός, θεσπίστηκε το ΕΤΑΚ, στο οποίο υπάγεται και όλη η Εκκλησιαστική περιουσία, όπως και η περιουσία όλων των άλλων Ελλήνων».
Η περιουσία της Μητροπόλεως προέρχεται κατά βάση από δωρεές πιστών κι όπως επισημαίνει ο κ. Βασιλικός «έχει πλαστεί ένας μύθος γύρω από την εκκλησιαστική περιουσία. Δεν υπάρχει μέτρο σύγκρισης με τα δεδομένα της Αθήνας, όπου υπάρχουν ενδεχομένως μεγάλης αξίας ακίνητα. Σύμφωνα μάλιστα με τον καταστατικό χάρτη της Εκκλησίας, προσθέτει ο ίδιος, ο κάθε Ενοριακός Ναός, η κάθε Μονή και η κάθε Μητρόπολη είναι αυτοτελές Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου. Συνεπώς είναι αυτοτελές υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και το καθένα από αυτά τα νομικά πρόσωπα έχει την δική του περιουσία, η οποία είναι απολύτως διακριτή».
Η περιουσία της Μητροπόλεως
Τα ακίνητα της Μητροπόλεως είναι στο σύνολό τους 45, εκ των οποίων τα 6 είναι αγροτικά ακίνητα και τα υπόλοιπα αστικά, ενώ τα έσοδα που προκύπτουν από την αξιοποίησή τους «στηρίζουν ουσιαστικά το κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο της Μητροπόλεως» σημειώνει ο κ. Βασιλικός, ο οποίος προσθέτει ότι «το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας της ΙΜΔ συνίσταται σε οικόπεδα όπου έχουν ανεγερθεί ναοί». Στο σημείο αυτό καταγράφονται ενδεικτικά το Πνευματικό Κέντρο, τα Σχολεία της Μητροπόλεως, η παλαιά Επισκοπική Οικία και το Οικοτροφείο επί της οδού Αναλήψεως, το εκκλησάκι επί της οδού Γλάδστωνος, όπου πρόκειται να ανεγερθεί ο Σταθμός Κοινωνικών Βοηθειών της Μητροπόλεως, το Συνεδριακό Κέντρο, πολλά οικόπεδα στα οποία έχουν ανεγερθεί Ιεροί Ναοί, το κτίριο του Εκκλησιαστικού Λυκείου στην Ενορία της Αναλήψεως κα., που χρησιμοποιούνται για τις δράσεις της Μητροπόλεως, ενώ μεταξύ των παραπάνω συγκαταλέγεται δασική έκταση στις Νηές, περίπου 1.600 στρεμμάτων.
«Τα έσοδα που προκύπτουν από τη συγκεκριμένη έκταση είναι πενιχρά, διότι το ενοίκιο είναι ιδιαιτέρως χαμηλό, περίπου 8 ευρώ ανά στρέμμα. Αντιλαμβάνεστε λοιπόν, επισημαίνει ο κ. Βασιλικός, ότι η συγκεκριμένη έκταση δεν μπορεί να αξιοποιηθεί, διότι βάσει της δασικής νομοθεσίας απαγορεύεται οποιαδήποτε παρέμβαση. Οσο για τα ενοίκια, προσθέτει, που προκύπτουν από την ενοικίαση ακινήτων, διατίθενται για την ενίσχυση του κοινωνικού και φιλανθρωπικού έργου της Μητροπόλεως».
Σε επίπεδο Ενοριακών Ναών η κύρια πηγή εσόδων είναι ο οβολός των πιστών ενώ την μεγαλύτερη ακίνητη περιουσία εκτιμάται ότι διαθέτουν ο Ιερός Ναός Κοιμήσεως της Θεοτόκου Μακρινίτσας, που «έχει στην ιδιοκτησία του αστικά ακίνητα, ένα διαμέρισμα, οκτώ καταστήματα και πολλά αγροτεμάχια και ελαιοπερίβολα στις περιοχές Μελισσάτικα, Φυτόκο και Κλήμα, τα οποία νοικιάζονται σε αγρότες, καθώς και ο Ιερός Ναών Εισοδίων της Θεοτόκου Ανω Βόλου, που διαθέτει αγροτικά, αστικά ακίνητα, 8 περίπου διαμερίσματα και καταστήματα στην περιοχή του Βόλου» σημειώνει ο δικηγόρος της Μητροπόλεως.
Οι Μονές της περιοχής
Η Μονή Φλαμουρίου εκτιμάται ότι διαθέτει αξιόλογη περιουσία, η οποία συνίσταται σε δασική έκταση 80.000 περίπου στρεμμάτων που εκτείνεται από το Πουρί μέχρι το Σκλήθρο, 200 περίπου στρέμματα χωράφια στα Κανάλια και τα Μελισσάτικα, αγροτικά ακίνητα, το Μετόχι στο Βόλο και τρία καταστήματα επί της οδού Ανθίμου Γαζή και Κ. Καρτάλη. «Η βασική περιουσία της Μονής είναι η προαναφερθείσα δασική έκταση, αλλά είναι αυτονόητο ότι απαγορεύεται οποιαδήποτε επέμβαση χωρίς την άδεια του Δασαρχείου. Κατά συνέπεια απαγορεύεται η ανοικοδόμηση, πώληση ή καλλιέργεια και το μόνο έσοδο που προκύπτει προέρχεται από τις ξυλεύσεις συγκεκριμένων τμημάτων του δάσους, με πρόγραμμα το οποίο εκδίδεται από το Δασαρχείο. Τα έσοδα λοιπόν από τις ξυλεύσεις, δεν υπερβαίνουν τα 100.000 ευρώ ετησίως και συνεπώς δεν πρόκειται για κολοσσιαίο ποσό» αναφέρει ο κ. Βασιλικός.
Η Μονή Κάτω Ξενιάς στον Αλμυρό, ιστορικό επίσης μοναστήρι, είχε ως κύριο περιουσιακό στοιχείο το κτήμα στις Νηές, το οποίο παραχώρησε στη Μητρόπολη. Σήμερα έχει στην ιδιοκτησία της αγροτικές εκτάσεις γύρω από την Μονή 300 περίπου στρεμμάτων, τις οποίες νοικιάζει σε αγρότες. Η ανδρώα Μονή Ξενιάς έχει στην ιδιοκτησία της δάσος περί τα 6.000 στρέμματα, το οποίο ξυλεύει με πρόγραμμα από το Δασαρχείο, καθώς επίσης και χωράφια τα οποία συμποσούμενα δεν υπερβαίνουν τα 100 στρέμματα.
Η Μονή Αγίου Γερασίμου στη Μακρινίτσα έχει στην ιδιοκτησία της περίπου 70 αγροτικά ακίνητα και πολλά κτήματα στα Κανάλια, τα οποία ανέρχονται συνολικά σε 200 περίπου στρέμματα. Τα κτήματα νοικιάζονται σε αγρότες της περιοχής και «στην καλύτερη περίπτωση το ενοίκιο ανά στρέμμα ανέρχεται στα 40 ευρώ, περίπου 8.000 ευρώ το χρόνο και αν αναλογιστείτε τα λειτουργικά έξοδα της Μονής, όπου ζουν 20 μοναχές, αντιλαμβάνεστε ότι δεν υφίσταται πλούτος, όπως νομίζουν ορισμένοι» θα πει ο κ. Βασιλικός.
Η Μονή Ταξιαρχών στον Αγιο Γεώργιο Νηλείας, όπου ζουν 35 Μοναχές, έχει στην ιδιοκτησία της δέκα περίπου ακίνητα, τα οποία προέρχονται κυρίως από δωρεές πιστών, Μονή Αγίου Σπυρίδωνος στο Προμύρι είναι εγκαταλειμμένη, ενώ η Μονή Συκής διαθέτει μικρή κτηματική περιουσία γύρω από το Μοναστήρι.
«Το παράδοξο είναι, σημειώνει ο κ. Βασιλικός, ότι ενώ όλοι εφορολογούντο με την κλασική φορολογία στην κλίμακα για τα φυσικά πρόσωπα, ξαφνικά οι Ενοριακοί Ναοί άρχισαν να φορολογούνται με συντελεστή 35% στα έσοδα που είχαν από το παγκάρι, με 10% στο εισόδημα που είχαν από ενοίκια και κινητές αξίες και σε αυτό επροστίθετο το χαρτόσημο συν ο συμπληρωματικός φόρος, επί των ενοικίων που ήταν 3% και φθάναμε σε ένα επίπεδο περίπου 50% φορολόγησης των εσόδων της Εκκλησίας. Στη συνέχεια καταργήθηκε η φορολόγηση του 35% στο εισόδημα από το παγκάρι και παρέμεινε ο φόρος επί των ενοικίων και των εισοδημάτων από κινητές αξίες. Η προηγούμενη κυβέρνηση, μετά την εκλογή της, κατήργησε κλιμακωτά και το φόρο στο εισόδημα από τα ακίνητα. Από πέρυσι όμως, αναφέρει ο κ. Βασιλικός, θεσπίστηκε το ΕΤΑΚ, στο οποίο υπάγεται και όλη η Εκκλησιαστική περιουσία, όπως και η περιουσία όλων των άλλων Ελλήνων».
Η περιουσία της Μητροπόλεως προέρχεται κατά βάση από δωρεές πιστών κι όπως επισημαίνει ο κ. Βασιλικός «έχει πλαστεί ένας μύθος γύρω από την εκκλησιαστική περιουσία. Δεν υπάρχει μέτρο σύγκρισης με τα δεδομένα της Αθήνας, όπου υπάρχουν ενδεχομένως μεγάλης αξίας ακίνητα. Σύμφωνα μάλιστα με τον καταστατικό χάρτη της Εκκλησίας, προσθέτει ο ίδιος, ο κάθε Ενοριακός Ναός, η κάθε Μονή και η κάθε Μητρόπολη είναι αυτοτελές Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου. Συνεπώς είναι αυτοτελές υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και το καθένα από αυτά τα νομικά πρόσωπα έχει την δική του περιουσία, η οποία είναι απολύτως διακριτή».
Η περιουσία της Μητροπόλεως
Τα ακίνητα της Μητροπόλεως είναι στο σύνολό τους 45, εκ των οποίων τα 6 είναι αγροτικά ακίνητα και τα υπόλοιπα αστικά, ενώ τα έσοδα που προκύπτουν από την αξιοποίησή τους «στηρίζουν ουσιαστικά το κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο της Μητροπόλεως» σημειώνει ο κ. Βασιλικός, ο οποίος προσθέτει ότι «το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας της ΙΜΔ συνίσταται σε οικόπεδα όπου έχουν ανεγερθεί ναοί». Στο σημείο αυτό καταγράφονται ενδεικτικά το Πνευματικό Κέντρο, τα Σχολεία της Μητροπόλεως, η παλαιά Επισκοπική Οικία και το Οικοτροφείο επί της οδού Αναλήψεως, το εκκλησάκι επί της οδού Γλάδστωνος, όπου πρόκειται να ανεγερθεί ο Σταθμός Κοινωνικών Βοηθειών της Μητροπόλεως, το Συνεδριακό Κέντρο, πολλά οικόπεδα στα οποία έχουν ανεγερθεί Ιεροί Ναοί, το κτίριο του Εκκλησιαστικού Λυκείου στην Ενορία της Αναλήψεως κα., που χρησιμοποιούνται για τις δράσεις της Μητροπόλεως, ενώ μεταξύ των παραπάνω συγκαταλέγεται δασική έκταση στις Νηές, περίπου 1.600 στρεμμάτων.
«Τα έσοδα που προκύπτουν από τη συγκεκριμένη έκταση είναι πενιχρά, διότι το ενοίκιο είναι ιδιαιτέρως χαμηλό, περίπου 8 ευρώ ανά στρέμμα. Αντιλαμβάνεστε λοιπόν, επισημαίνει ο κ. Βασιλικός, ότι η συγκεκριμένη έκταση δεν μπορεί να αξιοποιηθεί, διότι βάσει της δασικής νομοθεσίας απαγορεύεται οποιαδήποτε παρέμβαση. Οσο για τα ενοίκια, προσθέτει, που προκύπτουν από την ενοικίαση ακινήτων, διατίθενται για την ενίσχυση του κοινωνικού και φιλανθρωπικού έργου της Μητροπόλεως».
Σε επίπεδο Ενοριακών Ναών η κύρια πηγή εσόδων είναι ο οβολός των πιστών ενώ την μεγαλύτερη ακίνητη περιουσία εκτιμάται ότι διαθέτουν ο Ιερός Ναός Κοιμήσεως της Θεοτόκου Μακρινίτσας, που «έχει στην ιδιοκτησία του αστικά ακίνητα, ένα διαμέρισμα, οκτώ καταστήματα και πολλά αγροτεμάχια και ελαιοπερίβολα στις περιοχές Μελισσάτικα, Φυτόκο και Κλήμα, τα οποία νοικιάζονται σε αγρότες, καθώς και ο Ιερός Ναών Εισοδίων της Θεοτόκου Ανω Βόλου, που διαθέτει αγροτικά, αστικά ακίνητα, 8 περίπου διαμερίσματα και καταστήματα στην περιοχή του Βόλου» σημειώνει ο δικηγόρος της Μητροπόλεως.
Οι Μονές της περιοχής
Η Μονή Φλαμουρίου εκτιμάται ότι διαθέτει αξιόλογη περιουσία, η οποία συνίσταται σε δασική έκταση 80.000 περίπου στρεμμάτων που εκτείνεται από το Πουρί μέχρι το Σκλήθρο, 200 περίπου στρέμματα χωράφια στα Κανάλια και τα Μελισσάτικα, αγροτικά ακίνητα, το Μετόχι στο Βόλο και τρία καταστήματα επί της οδού Ανθίμου Γαζή και Κ. Καρτάλη. «Η βασική περιουσία της Μονής είναι η προαναφερθείσα δασική έκταση, αλλά είναι αυτονόητο ότι απαγορεύεται οποιαδήποτε επέμβαση χωρίς την άδεια του Δασαρχείου. Κατά συνέπεια απαγορεύεται η ανοικοδόμηση, πώληση ή καλλιέργεια και το μόνο έσοδο που προκύπτει προέρχεται από τις ξυλεύσεις συγκεκριμένων τμημάτων του δάσους, με πρόγραμμα το οποίο εκδίδεται από το Δασαρχείο. Τα έσοδα λοιπόν από τις ξυλεύσεις, δεν υπερβαίνουν τα 100.000 ευρώ ετησίως και συνεπώς δεν πρόκειται για κολοσσιαίο ποσό» αναφέρει ο κ. Βασιλικός.
Η Μονή Κάτω Ξενιάς στον Αλμυρό, ιστορικό επίσης μοναστήρι, είχε ως κύριο περιουσιακό στοιχείο το κτήμα στις Νηές, το οποίο παραχώρησε στη Μητρόπολη. Σήμερα έχει στην ιδιοκτησία της αγροτικές εκτάσεις γύρω από την Μονή 300 περίπου στρεμμάτων, τις οποίες νοικιάζει σε αγρότες. Η ανδρώα Μονή Ξενιάς έχει στην ιδιοκτησία της δάσος περί τα 6.000 στρέμματα, το οποίο ξυλεύει με πρόγραμμα από το Δασαρχείο, καθώς επίσης και χωράφια τα οποία συμποσούμενα δεν υπερβαίνουν τα 100 στρέμματα.
Η Μονή Αγίου Γερασίμου στη Μακρινίτσα έχει στην ιδιοκτησία της περίπου 70 αγροτικά ακίνητα και πολλά κτήματα στα Κανάλια, τα οποία ανέρχονται συνολικά σε 200 περίπου στρέμματα. Τα κτήματα νοικιάζονται σε αγρότες της περιοχής και «στην καλύτερη περίπτωση το ενοίκιο ανά στρέμμα ανέρχεται στα 40 ευρώ, περίπου 8.000 ευρώ το χρόνο και αν αναλογιστείτε τα λειτουργικά έξοδα της Μονής, όπου ζουν 20 μοναχές, αντιλαμβάνεστε ότι δεν υφίσταται πλούτος, όπως νομίζουν ορισμένοι» θα πει ο κ. Βασιλικός.
Η Μονή Ταξιαρχών στον Αγιο Γεώργιο Νηλείας, όπου ζουν 35 Μοναχές, έχει στην ιδιοκτησία της δέκα περίπου ακίνητα, τα οποία προέρχονται κυρίως από δωρεές πιστών, Μονή Αγίου Σπυρίδωνος στο Προμύρι είναι εγκαταλειμμένη, ενώ η Μονή Συκής διαθέτει μικρή κτηματική περιουσία γύρω από το Μοναστήρι.
Γλυκερία Υδραίου
Από την εφημερίδα Ταχυδρόμος
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου