Προβληματίζεται σοβαρά η κυβέρνηση και μελετά το ενδεχόμενο να προχωρήσει σύντομα σε πλήρη κατάργηση του θρησκευτικού όρκου σε δικαστήρια και δημόσιες υπηρεσίες.
Καταλύτη των εξελίξεων αποτελεί η υπόθεση του δικηγόρου Θ. Αλεξανδρίδη. Αρνήθηκε να δώσει θρησκευτικό όρκο ως δικηγόρος και προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων δικαιωμάτων, προκαλώντας τον Φεβρουάριο του 2008 την καταδίκη της Ελλάδας για παραβίαση της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης.
Εκτοτε έχουν κατατεθεί από άλλους δικηγόρους πολλές ακόμη προσφυγές κατά της χώρας μας, η οποία καλείται τώρα να προσαρμοστεί άμεσα με την ευρωπαϊκή νομολογία στο θέμα αυτό. Ηδη το Δικαστήριο, ενόψει και των νέων δικών που έρχονται το 2010, με αλλεπάλληλα ερωτήματά του προς την κυβέρνηση ζητά να μάθει τι έχει κάνει η χώρα μας, για να εφαρμόσει την παραπάνω καταδικαστική απόφαση.
Αυτό πολύ απλά σημαίνει πως η κυβέρνηση, για να αποφύγει νέες καταδίκες και διεθνή διασυρμό της χώρας, πρέπει πολύ σύντομα να απαλείψει οριστικά από τους Κώδικες Πολιτικής και Ποινικής Δικονομίας τον Κώδικα περι δικηγόρων, τον Κώδικα δημοσίων υπαλλήλων και τους στρατιωτικούς κανονισμούς, κάθε αναφορά σε θρησκευτικό όρκο υπαλλήλων και πολιτών, έστω και εάν αυτός προβλέπεται προαιρετικά!
Σήμερα ο Δημασιοϋπαλληλικός Κώδικας και οι Κώδικες Πολιτικής και Ποινικής Δικονομίας καθιερώνουν εναλλακτικά στο θρησκευτικό όρκο, τη διαβεβαίωση. Οποιος (υπάλληλος ή μάρτυρας σε δίκη) δηλώσει ότι δεν πρεσβεύει καμία θρησκεία, μπορεί να επικαλεσθεί την τιμή και τη συνείδησή του. Ομως και αυτή η δυνατότητα δεν κρίνεται ικανοποιητική από την ευρωπαϊκή νομολογία, καθώς προϋποθέτει την προηγούμενη αρνητική δήλωση του εμπλεκόμενου πολίτη και οδηγεί στην έμμεση αποκάλυψη των θρησκευτικών του φρονημάτων (ότι δεν δεν είναι χριστιανός ορθόδοξος).
Ετσι, ο μόνος νομοθετικός δρόμος που απομένει στην κυβέρνηση είναι να επιβάλει παντού, υποχρεωτικά, τη διαβεβαίωση (πολιτικό όρκο), απομακρύνοντας τα ιερά ευαγγέλια από δικαστήρια και δημόσιες υπηρεσίες. Και σύμφωνα με πληροφορίες, προς αυτή την κατεύθυνση σχεδιάζονται οι επικείμενες προσαρμογές, καθώς δεν υπάρχει άλλη ενδιάμεση λύση που να ικανοποιεί τις απαιτήσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.
Τα άρθρα των κωδίκων θα ορίζουν, για παράδειγμα, πως ο μάρτυρας, ο ένορκος ή ο πραγματογνώμονας επικαλούνται την τιμή και τη συνείδησή τους για να καταθέσουν την αλήθεια στο δικαστήριο. Το ίδιο θα ισχύει προφανώς και για τους στρατιωτικούς και τους δημοσίους υπαλλήλους. Η λέξη «ορκίζομαι» θα πρέπει να αντικατασθεί με τις λέξεις «δηλώνω, επικαλούμενος την τιμή και τη συνείδησή μου ότι...».
Κατάλοιπο παλαιών αντιλήψεων, ο θρησκευτικός όρκος ενώπιον Ευαγγελίου (τον οποίον ειρήσθω εν παρόδω δεν δίδουν οι ιερείς και οι άνθρωποι της Εκκλησίας), αποτελεί στις μέρες μας αρνητικό σύμβολο ενός ιδιότυπου θεσμικού αναχρονισμού. Ο ιδιαίτερος ρόλος που η Εκκλησία έπαιξε κατά καιρούς στην Ελλάδα και οι στενοί δεσμοί της με την καθεστωτική εξουσία, αιτιολογούν άλλωστε την ελληνική καθυστέρηση στον τομέα αυτόν.
Η κατάργηση διά νόμου του θρησκευτικού όρκου, προαναγγέλλει μια συνολική ρύθμιση των σχέσεων κράτους και Εκκλησίας, σε θεσμικό και οικονομικό επίπεδο (βλέπε περιουσία), ώστε οι ρόλοι να παραμείνουν καθαροί και απολύτως διακριτοί. Το ζητούμενο είναι σε ποιο βαθμό θα αντιδράσει η ιεραρχία και ποιες υποχωρήσεις είναι διατεθειμένη να κάνει σ' έναν επικείμενο «ιστορικό συμβιβασμό» με το κράτος.
Στις δεκάδες προσφυγές που οι δικηγόροι (του Ελληνικού Παρατηρητηρίου του Ελσίνκι) κατέθεσαν κατά της χώρας μας και οι οποίες εκκρεμούν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, υποστηρίζουν πως σε διάφορες δικαστικές διαδικασίες αναγκάσθηκαν να δηλώσουν ότι δεν είναι χριστιανοί ορθόδοξοι, γεγονός που παραβίασε το δικαίωμά τους να μην δημοσιοποιούν τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις (αρνητική θρησκευτική ελευθερία).
Στην υπόθεση Αλεξανδρίδη, το Ευρωδικαστήριο εκτίμησε ότι η ελευθερία εκδήλωσης των θρησκευτικών πεποιθήσεων εμπεριέχει επίσης και μια αρνητική πλευρά, δηλαδή το δικαίωμα του ατόμου να μην είναι αναγκασμένο να εκδηλώσει το θρήσκευμά του.
Κατά το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, η απόφαση του οποίου έχει υπερνομοθετική ισχύ στην Ελλάδα, οι κρατικές αρχές δεν έχουν δικαίωμα να επεμβαίνουν στον τομέα της ελευθερίας συνείδησης του ατόμου και να ζητούν να μάθουν τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του. Αυτό μάλιστα ισχύει ακόμη περισσότερο όταν το πρόσωπο είναι αναγκασμένο να ενεργήσει έτσι προκειμένου να ασκήσει ορισμένα καθήκοντα, ιδίως δε στην περίπτωση της ορκωμοσίας!
Το σκεπτικό αυτό, σε συνδυασμό με την προηγούμενη απόφαση του Ευρωδικαστηρίου για βουλευτή του Σαν Μαρίνο (υπόθεση Bouscarini, 1999), με την οποία ο θρησκευτικός όρκος δεν θεωρείται προϋπόθεση ανάληψης καθηκόντων από βουλευτές, δημουργεί νέα δεδομένα στο εγχώριο τοπίο των σχέσεων κράτους - Εκκλησίας. Και προφανώς ανοίγει διάπλατα το δρόμο για πλήρη κατάργηση και του θρησκευτικού όρκου που εξακολουθούν να δίδουν σήμερα, βάσει του Συντάγματος, Πρόεδρος της Δημοκρατίας και βουλευτές. *
Τι ισχύει στην Ευρώπη
Η Ελλάδα είναι ίσως η μοναδική χώρα της Ευρώπης, όπου η επίσημη Εκκλησία έχει τόσο πολλούς και στενούς δεσμούς με την κρατική εξουσία. Στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη, με πλούσια παράδοση θρησκευτικής επιρροής, έχουν επιβληθεί συνθήκες διαχωρισμού πολιτείας - Εκκλησίας, σε όλα τα επίπεδα.
Καθεστώς απόλυτου διαχωρισμού κράτους και Εκκλησίας, έχουν ουσιαστικά πέντε ευρωπαϊκά κράτη. Σύμφωνα με μελέτη της καθηγήτριας του Παντείου, Πηνελόπης Φουντεδάκη, οι χώρες αυτές είναι:
* Η Γαλλία, ήδη από την αστική επανάσταση με το Σύνταγμα του 1791. Υπάρχει ρητή αναφορά στον λαϊκό χαρακτήρα του κράτους ενώ απαγορεύεται η χρηματοδότηση οποιασδήποτε θρησκείας.
* Η Πορτογαλία, χώρα όπου η καθολική Εκκλησία έχει επιρροή, αλλά στην οποία το Σύνταγμα του 1976 θεσπίζει ρητά τον διαχωρισμό. Εκεί, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ορκίζεται στην τιμή του ενώ το κράτος δεν χρηματοδοτεί κανένα θρήσκευμα.
* Η Ολλανδία, το Βέλγιο, όπου ο βασιλέας ορκίζεται ενώπιον των νομοθετικών σωμάτων χωρίς θρησκευτικές αναφορές και η Ελβετία.
Καθεστώς διαχωρισμού έχουν ακόμη άλλα επτά κράτη:
* Η Ιταλία, από το 1984 κατήργησε τον καθολικισμό ως επίσημη Εκκλησία του κράτους. Ο όρκος του Προέδρου της Δημοκρατίας δίδεται ενώπιον των νομοθετικών σωμάτων και δεν εμπεριέχει θρησκευτικές αναφορές. Το ίδιο συμβαίνει και με τον όρκο του Ιταλού πρωθυπουργού και των μελών της κυβέρνησης. Μετά τον διαχωρισμό, το 1985, εφαρμόσθηκε φορολογία υπέρ της καθολικής Εκκλησίας και στη συνέχεια των άλλων θρησκευμάτων ανάλογα με τη δήλωση-επιλογή του φορολογούμενου.
* Στη Γερμανία, ισχύει η αμοιβαία ανεξαρτησία του κράτους και της Εκκλησίας καθώς και η αρχή της ιδεολογικής ουδετερότητας του κράτους. Ωστόσο στο προοίμιο του Συντάγματος υπάρχει αναφορά στον Θεό χωρίς να προσδιορίζεται ειδικότερη θρησκεία, ενώ στο τέλος του όρκου του Γερμανού προέδρου, προστέθηκε (κατά το αμαρικάνικον) η φράση: «Είθε να με βοηθήσει ο Θέος». Επιβάλλεται ειδικός εκκλησιαστικός φόρος.
* Στην Ισπανία, το Σύνταγμα του 1978 δεν ορίζει επίσημο θρήσκευμα, ούτε στο προοίμιο υπάρχει θρησκευτική αναφορά. Ο όρκος του Ισπανού βασιλέα δεν έχει αναφορές στον Θεό. Από το 1979 επιβλήθηκε φορολογία υπέρ της Καθολικής Εκκλησίας, μόνο στα μέλη της.
* Καθεστώς διαχωρισμού έχουν ακόμη το Λουξεμβούργο, η Σουηδία και η Φινλανδία.
* Η Ιρλανδία, μία χώρα με το 93% των πολιτών να δηλώνουν καθολικοί, δεν προβλέπει στο Σύνταγμά της επίσημη θρησκεία. Στο προοίμιό του γίνεται αναφορά στην Αγία Τριάδα, ενώ διασφαλίζεται η ελευθερία της συνείδησης και δεν επιτρέπεται στο κράτος να θεσπίζει προνόμια υπέρ κάποιας θρησκείας. Στην καθολική Ιρλανδία ο κλήρος δεν μισθοδοτείται από το κράτος, αλλά υπάρχει στενή εκπαιδευτική συνεργασία κράτους-Εκκλησίας.
* Ακόμη και στην Πολωνία, το πρόσφατο Σύνταγμα του 1997 προβλέπει ίσα δικαιώματα των Εκκλησιών και των θρησκευμάτων και αμεροληψία των κρατικών αρχών σε θρησκευτικά ζητήματα.
* Αντίθετα, τα κράτη που αναγορεύουν μία Εκκλησία ως επίσημη σε συνδυασμό με τον εθνικό τους χαρακτήρα είναι, εκτός της Ελλάδας, η Μεγάλη Βρετανία και η Δανία.
* Στη Μεγάλη Βρετανία, η εθνική Εκκλησία της Αγγλίας που αποσπάσθηκε το 1689 από την καθολική Εκκλησία, έχει επικεφαλής τον μονάρχη. Η στέψη του ελέω Θεού μονάρχη γίνεται σε θρηκευτική τελετή και ο όρκος έχει θρησκευτικές αναφορές.
* Στη Δανία, η ευαγγελική λουθηρανική Εκκλησία αποτελεί από το 1849 επίσημη Εκκλησία, αλλά μόνο το 11% των εσόδων της προέρχονται από τον κρατικό προϋπολογισμό. Ο Δανός βασιλιάς ωστόσο δίδει όρκο ενώπιον του Συμβουλίου του Κράτους που δεν είναι θρησκευτικός.
ΧΡ. ΖΕΡΒΑΣ
Από την Ελευθεροτυπία
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου