Δικαιώθηκε η οικογένεια επαγγελματία οπλίτη, καθώς η Δικαιοσύνη καταλόγισε στο Δημόσιο την ευθύνη για τον θάνατό του από οξύ έμφραγμα, λόγω έλλειψης ειδικευμένου γιατρού αλλά και αδυναμία να διαγνωστεί η σοβαρή καρδιολογική πάθησή του, από τους ιατρούς 8 ειδικοτήτων και τις πολλαπλές ιατρικές εξετάσεις που υποβλήθηκε και τελικά κρίθηκε η καταλληλότητα του για στράτευση.
Την ημέρα του θανάτου του ο οπλίτης παραπονέθηκε για δύσπνοια και δυσφορία. Η εξέταση πραγματοποιήθηκε από ανειδίκευτο ιατρό (επίσης οπλίτη), ο οποίος δεν μπόρεσε να διαγνώσει τη σοβαρότητα της κατάστασης που τονοδήγησε στο θάνατο.
Σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση το Δημόσιο πρέπει να καταβάλει ποσό 430.000 ευρώ συν τους νόμιμους τόκους μίας 3ετίας στη χήρα και τα τρία ανήλικα παιδιά του άτυχου νέου ως αποζημίωση για την ψυχική οδύνη που δοκίμασαν από τον χαμό του.
Η εν λόγω απόφαση του Διοικητικού Εφετείου, βασίζεται στη διάταξη του Συντάγματος που επιτάσσει το κράτος να μεριμνά για την υγεία των πολιτών, και έκρινε «ένοχο» το Δημόσιο καθώς για την αποτελεσματική προστασία του ατομικού και κοινωνικού αγαθού της υγείας οι μονάδες των Ενόπλων Δυνάμεων πρέπει να διαθέτουν ιατρό ειδικευμένο τουλάχιστον στην Παθολογία.
Ωστόσο το δικαστήριο δέχθηκε ότι υπάρχει συνυπαιτιότητα και του ασθενούς λόγω της καθυστέρησης αναφοράς του προβλήματος, αλλά και λόγω του καπνίσματος που αποτελεί προδιαθεσικό παράγοντα της στεφανιαίας νόσου και συμβάλλει στην εκδήλωσή της με αιφνίδιο θάνατο σε νεαρά κυρίως άτομα. Υπολόγισε δε τη συνυπαιτιότητά του σε ποσοστό 20%, μειώνοντας αντίστοιχα το ύψος της αποζημίωσης. Τέλος απέκρουσε τον ισχυρισμό του Δημοσίου ότι τα παιδιά δεν δικαιούνται αποζημίωση γιατί λόγω της μικρής ηλικίας τους (5, 4 και 2 ετών) δεν είχαν σχηματισμένο συναισθηματικό κόσμο και αντιλήφθηκαν την οριστικότητα της απώλειας του πατέρα τους.
Σημειώνεται ότι το Δημόσιο υποστήριζε ότι για τον θάνατο του οπλίτη ευθύνη έχει κυρίως ο ίδιος κατά 98%, ενώ το Δημόσιο ευθύνεται σε ποσοστό μόλις 2%. Η θέση αυτή βασίζεται στο ότι ο οπλίτης δεν είχε αναφέρει σε κάποιον ιατρό ότι μπορεί να είχε ενοχλήσεις γιατί κάπνιζε πάρα πολύ και επιπλεόν την ημέρα του θανάτου του ανέφερε τη δυσφορία που αισθανόταν έπειτα από μερικές ώρες.
Η απόφαση αυτή δημιουργεί πλέον ένα δεδικασμένο και το Δημόσιο θα υποχρεώνεται να αποζημιώσει τους στρατεύσιμους πολίτες αν διαπιστωθεί αρνητική εξέλιξη της υγείας τους (ή τον θάνατό τους), εφόσον οι αρμόδιες υπηρεσίες δεν είναι στελεχωμένες με τους κατάλληλους ιατρούς ή δεν γίνουν όλες οι αναγκαίες εξετάσεις που να βεβαιώνουν την καλή κατάσταση της υγείας ή ότι ο ασθενής δεν κινδυνεύει.
Υπόλογο θα είναι το Δημόσιο ακόμα και όταν τα ιατρικά λάθη και παραλείψεις οφείλονται στην προχειρότητα των εξετάσεων, στους ελλιπείς ιατρικούς ελέγχους, στην αντικατάσταση των εξειδικευμένων ιατρών από ανειδίκευτους που δεν είναι σε θέση να αντιδράσουν, όπως αρμόζει σε κρίσιμες περιπτώσεις.
Οι εκάστοτε αποζημιώσεις θα περικόπτονται στην περίπτωση που βεβαιώνεται ότι το θύμα έχει μερίδιο ευθύνης στην χειροτέρευση της υγείας του, όπως π.χ αν το θύμα καπνίζει και η πάθησή του σχετίζεται άμεσα με το κάπνισμα, τότε γίνεται δεκτό ότι υπάρχει και κάποιο δικό του μερίδιο ευθύνης.
Πηγή: Νέα
Την ημέρα του θανάτου του ο οπλίτης παραπονέθηκε για δύσπνοια και δυσφορία. Η εξέταση πραγματοποιήθηκε από ανειδίκευτο ιατρό (επίσης οπλίτη), ο οποίος δεν μπόρεσε να διαγνώσει τη σοβαρότητα της κατάστασης που τονοδήγησε στο θάνατο.
Σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση το Δημόσιο πρέπει να καταβάλει ποσό 430.000 ευρώ συν τους νόμιμους τόκους μίας 3ετίας στη χήρα και τα τρία ανήλικα παιδιά του άτυχου νέου ως αποζημίωση για την ψυχική οδύνη που δοκίμασαν από τον χαμό του.
Η εν λόγω απόφαση του Διοικητικού Εφετείου, βασίζεται στη διάταξη του Συντάγματος που επιτάσσει το κράτος να μεριμνά για την υγεία των πολιτών, και έκρινε «ένοχο» το Δημόσιο καθώς για την αποτελεσματική προστασία του ατομικού και κοινωνικού αγαθού της υγείας οι μονάδες των Ενόπλων Δυνάμεων πρέπει να διαθέτουν ιατρό ειδικευμένο τουλάχιστον στην Παθολογία.
Ωστόσο το δικαστήριο δέχθηκε ότι υπάρχει συνυπαιτιότητα και του ασθενούς λόγω της καθυστέρησης αναφοράς του προβλήματος, αλλά και λόγω του καπνίσματος που αποτελεί προδιαθεσικό παράγοντα της στεφανιαίας νόσου και συμβάλλει στην εκδήλωσή της με αιφνίδιο θάνατο σε νεαρά κυρίως άτομα. Υπολόγισε δε τη συνυπαιτιότητά του σε ποσοστό 20%, μειώνοντας αντίστοιχα το ύψος της αποζημίωσης. Τέλος απέκρουσε τον ισχυρισμό του Δημοσίου ότι τα παιδιά δεν δικαιούνται αποζημίωση γιατί λόγω της μικρής ηλικίας τους (5, 4 και 2 ετών) δεν είχαν σχηματισμένο συναισθηματικό κόσμο και αντιλήφθηκαν την οριστικότητα της απώλειας του πατέρα τους.
Σημειώνεται ότι το Δημόσιο υποστήριζε ότι για τον θάνατο του οπλίτη ευθύνη έχει κυρίως ο ίδιος κατά 98%, ενώ το Δημόσιο ευθύνεται σε ποσοστό μόλις 2%. Η θέση αυτή βασίζεται στο ότι ο οπλίτης δεν είχε αναφέρει σε κάποιον ιατρό ότι μπορεί να είχε ενοχλήσεις γιατί κάπνιζε πάρα πολύ και επιπλεόν την ημέρα του θανάτου του ανέφερε τη δυσφορία που αισθανόταν έπειτα από μερικές ώρες.
Η απόφαση αυτή δημιουργεί πλέον ένα δεδικασμένο και το Δημόσιο θα υποχρεώνεται να αποζημιώσει τους στρατεύσιμους πολίτες αν διαπιστωθεί αρνητική εξέλιξη της υγείας τους (ή τον θάνατό τους), εφόσον οι αρμόδιες υπηρεσίες δεν είναι στελεχωμένες με τους κατάλληλους ιατρούς ή δεν γίνουν όλες οι αναγκαίες εξετάσεις που να βεβαιώνουν την καλή κατάσταση της υγείας ή ότι ο ασθενής δεν κινδυνεύει.
Υπόλογο θα είναι το Δημόσιο ακόμα και όταν τα ιατρικά λάθη και παραλείψεις οφείλονται στην προχειρότητα των εξετάσεων, στους ελλιπείς ιατρικούς ελέγχους, στην αντικατάσταση των εξειδικευμένων ιατρών από ανειδίκευτους που δεν είναι σε θέση να αντιδράσουν, όπως αρμόζει σε κρίσιμες περιπτώσεις.
Οι εκάστοτε αποζημιώσεις θα περικόπτονται στην περίπτωση που βεβαιώνεται ότι το θύμα έχει μερίδιο ευθύνης στην χειροτέρευση της υγείας του, όπως π.χ αν το θύμα καπνίζει και η πάθησή του σχετίζεται άμεσα με το κάπνισμα, τότε γίνεται δεκτό ότι υπάρχει και κάποιο δικό του μερίδιο ευθύνης.
Πηγή: Νέα
Από TVXS
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου